Οι δραματικές βελτιώσεις στην ποιότητα του αέρα που συνδέονται με το lockdown εξαιτίας του κοροναϊού θα μπορούσαν να αυξήσουν το ηλιακό φως και να επηρεάσουν τις καιρικές συνθήκες, λένε οι επιστήμονες.
Με τα εργοστάσια κλειστά και τους δρόμους σχετικά άδειους, η ατμοσφαιρική ρύπανση κατά τη διάρκεια των πρώτων lockdowns σε πόλεις σε όλη την Ασία, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ είχε μειωθεί κατά 60%. Η μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης είχε κάνει τους ουρανούς πιο μπλε και την ατμόσφαιρα πιο διαυγή σε σημείο που μερικοί άνθρωποι στη βόρεια Ινδία μπόρεσαν να δουν τα Ιμαλάια για πρώτη φορά σε 30 χρόνια.
Όμως, όπως αναφέρει δημοσίευμα στο The Guardian, λιγότερα σωματίδια και ρυπογόνα αέρια στην ατμόσφαιρα σημαίνει και λιγότερος εμποδισμός της ηλιακής ακτινοβολίας με αποτέλεσμα να καταφέρνει να φτάσει περισσότερη στην επιφάνεια της Γης.
Νωρίτερα φέτος, οι επιστήμονες επιβεβαίωσαν ότι οι καθαρότεροι ουρανοί τις τελευταίες δεκαετίες οδήγησαν στην αύξηση της φωτεινότητας της επιφάνειας της Γης. Οι δορυφορικές μετρήσεις δείχνουν ότι η Ευρώπη γνώρισε ένα φαινόμενο εξασθένισης της φωτεινότητας επιφάνειας μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, ακολουθούμενη από μια αύξηση της φωτεινότητας καθώς ξεκίνησαν οι κανονισμοί για την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Οι καθαρότεροι ουρανοί που προκύπτουν από το lockdown είναι πιθανό να έχουν αυξήσει ακόμη περισσότερο τη φωτεινότητα, αλλά η μέτρηση του αντίκτυπου στο κλίμα δεν είναι απλή.
«Τα αερολύματα μπορούν να διασκορπιστούν και να απορροφήσουν ακτινοβολία. Μπορούν επίσης να τροποποιήσουν τα σύννεφα κάνοντάς τα πιο ανακλαστικά και να ζουν περισσότερο», εξηγεί η Laura Wilcox, Κλιματολόγος στο Πανεπιστήμιο του Reading.
Σε αντίθεση με το διοξείδιο του άνθρακα, τα αερολύματα παραμένουν στην ατμόσφαιρα μόνο για μία ή δύο εβδομάδες, πράγμα που σημαίνει ότι οποιαδήποτε μείωση της ρύπανσης θα γίνει γρήγορα αισθητή. «Με μικρότερες ποσότητες αερολύματος στην ατμόσφαιρα θα βλέπουμε ήδη περισσότερη ηλιακή ακτινοβολία να φτάνει στην επιφάνεια και επομένως δυνητικά θερμότερες επιφανειακές θερμοκρασίες σε περιοχές που συνηθίζουν να έχουν υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης», λέει η Wilcox.
Αλλά η ανίχνευση της επίδρασης της πτώσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και η αποσύνδεσή της από τα τυχαία σκαμπανεβάσματα στον καιρό θα είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Οι μετρήσεις σε μεγάλη έκταση και κλίμακα χρόνου ενδέχεται να καταδείξουν ένα κλιματικό αποτέλεσμα εξαιτίας του Covid. Χρησιμοποιώντας προσομοιώσεις υπολογιστών, η Wilcox και οι συνεργάτες της είχαν δείξει στο παρελθόν ότι οι απότομες μειώσεις στην ατμοσφαιρική ρύπανση είναι πιθανό να επιταχύνουν την κλιματική αλλαγή στο μέλλον.
Στα πιο ακραία σενάρια (με ταχείες αυξήσεις στην ποιότητα του αέρα) τα αποτελέσματά τους έδειξαν ότι η πιο καυτή ημέρα του έτους έως το 2050 μπορεί να είναι έως και 4C θερμότερη, με περίπου το ένα τρίτο αυτής της αύξησης να οφείλεται από τον καθαρότερο ουρανό.
Η τελευταία έρευνα της Wilcox προβλέπει επίσης ότι οι μειώσεις της ασιατικής ατμοσφαιρικής ρύπανσης θα οδηγήσουν επίσης σε πιο έντονες τροπικές βροχές κατά τη διάρκεια των μουσώνων, λόγω της μεγαλύτερης θερμοκρασιακής διαφοράς μεταξύ ωκεανών και ξηράς.
Εάν η μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης διατηρηθεί για αρκετό καιρό τότε ενδέχεται να δούμε με περισσότερη σιγουριά τις επιπτώσεις της στο κλίμα.
Αλλά ακόμη και αν οι καθαρότεροι ουρανοί επιταχύνουν προσωρινά την κλιματική αλλαγή, οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι που σχετίζονται με την υπερθέρμανση του πλανήτη είναι πολύ μεγαλύτεροι.
«Η συνέχιση της εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα με τον τρέχοντα ρυθμό θα οδηγήσει σε πολύ μεγαλύτερες και πιο σταθερές αυξήσεις θερμοκρασίας που μαζί με τις αλλαγές στον παγκόσμιο κύκλο νερού θα προκαλέσουν σοβαρές επιπτώσεις για τις κοινωνίες μας και τα οικοσυστήματα από τα οποία εξαρτώνται», λέει ο Κλιματολόγος του Πανεπιστημίου του Reading Richard Allan.