Την ημέρα έχουμε αύρα κοιλάδων, ενώ τη νύχτα αύρα βουνών.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας, η ηλιακή ακτινοβολία θερμαίνει τις πλαγιές των κοιλάδων, οι οποίες, με τη σειρά τους, θερμαίνουν τον αέρα που βρίσκεται σε επαφή με αυτές. Ο θερμαινόμενος αέρας γίνεται λιγότερο πυκνός από τον αέρα που βρίσκεται στο ίδιο ύψος πάνω από την κοιλάδα, με αποτέλεσμα την ανύψωσή του κατά μήκος των πλαγιών με κατεύθυνση προς την κορυφή. Ο παρατηρούμενος, σε αυτή την περίπτωση, άνεμος ονομάζεται αύρα κοιλάδων. Η ένταση της αύρας κοιλάδων παίρνει τη μέγιστη έντασή της νωρίς το απόγευμα, αν και αυτό εξαρτάται από το ανάγλυφο και τον προσανατολισμό των πλαγιών. Νότιος προσανατολισμός οδηγεί σε μεγαλύτερη ανάπτυξη της αύρας, λόγω της εντονότερης θέρμανσης από τον ήλιο. Επιπλέον, αν ο ανυψούμενος αέρας έχει επαρκή υγρασία, είναι δυνατό να σχηματιστούν σωρείτες σε ανώτερα τμήματα του βουνού.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο αέρας που βρίσκεται σε επαφή με τις πλαγιές ψύχεται από αυτές. Ο ψυχρότερος και άρα πιο πυκνός αέρας γλιστρά κατά μήκος των πλαγιών προς το βάθος της κοιλάδας. Ο άνεμος αυτός ονομάζεται αύρα βουνών. Τα καλοκαιρινά βράδια, που συχνά μένουμε έξω έως αργά, όλοι έχουμε αισθανθεί την ψύχρα της αύρας που κατεβαίνει από το βουνό, ιδιαίτερα όταν δεν έχουμε προνοήσει να πάρουμε μαζί μας ένα πουλόβερ ή ένα μπουφάν.
Πηγή/ Βιβλιογραφία: Καιρός, ο Γιος της Γης και του Ήλιου, Τόμος Ι “Η Γνώση”- Δημήτρης Ζιακόπουλος